- προσπαραμένω
- ΜΑσυνεχίζω να μένω, παραμένω κοντά σε κάποιον ή κάτι («ὁ ὄνος προσπαραμένων τῇ δρόσῳ λιμῷ διεφθάρη», Αίσωπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπαραμεῖναι — προσπαραμένω abide by aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπαραμένων — προσπαραμένω abide by pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek